phonetics$60214$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

phonetics$60214$ - translation to ελληνικό

LINGUISTIC PROCESS WHEREBY WEAK PHONEMES DISAPPEAR FROM WORDS
Compression (phonetics); Syncope (phonetics)

phonetics      
n. φωνολογία, φωνητική, φωνητικά σύμβολα

Ορισμός

phonetics
Note: The form 'phonetic' is used as a modifier.
1.
In linguistics, phonetics is the study of speech sounds.
N-UNCOUNT
2.
Phonetic means relating to the sound of a word or to the sounds that are used in languages.
...the Japanese phonetic system, with its relatively few, simple sounds...
ADJ: usu ADJ n
phonetically
It's wonderful to watch her now going through things phonetically learning how to spell things.
ADV: ADV with v

Βικιπαίδεια

Syncope (phonology)

In phonology, syncope (; from Ancient Greek: συγκοπή, romanized: sunkopḗ, lit. 'cutting up') is the loss of one or more sounds from the interior of a word, especially the loss of an unstressed vowel. It is found in both synchronic and diachronic analyses of languages. Its opposite, whereby sounds are added, is epenthesis.